- ορσίπους
- ὀρσίπους, -ποδος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που σηκώνει, που θέτει σε κίνηση τα πόδια, ταχύς, ταχύπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι- (βλ. λ. όρνυμι) + πούς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρσίπους — raising the foot masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρσιπόδων — ὀρσίπους raising the foot masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek